- καρτεσιανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Καρτέσιο και στο σύστημά του («καρτεσιανές συντεταγμένες»)2. το αρσ. ως ουσ. ο καρτεσιανόςο οπαδός τού φιλοσοφικού συστήματος τού Καρτεσίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cartesien < Cartesius, λατ. όν. τού φιλοσόφου Descartes. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.